- επινοητικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που έχει την ικανότητα να επινοεί, που εύκολα επινοεί, εφευρετικός, πολυμήχανος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπινοητικός — inventive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επινοητικός — ή, ό (Α ἐπινοητικός, ή, όν) [επινοώ] αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί, ο εφευρετικός, ο πολυμήχανος αρχ. (για είδωλο) αυτός που σχηματίζεται στον νου. επίρρ... επινοητικά (Α ἐπινοητικῶς) κατ’ επινόηση, εφευρετικά … Dictionary of Greek
ἐπινοητικά — ἐπινοητικός inventive neut nom/voc/acc pl ἐπινοητικά̱ , ἐπινοητικός inventive fem nom/voc/acc dual ἐπινοητικά̱ , ἐπινοητικός inventive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοητικόν — ἐπινοητικός inventive masc acc sg ἐπινοητικός inventive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοητικοῖς — ἐπινοητικός inventive masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοητικοί — ἐπινοητικός inventive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοητικούς — ἐπινοητικός inventive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοητικῆς — ἐπινοητικός inventive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοητική — ἐπινοητικός inventive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοητικήν — ἐπινοητικός inventive fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)